σποριάζω

σποριάζω
[спорьязо] р. прорастать, всходить (о семенах),

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σποριάζω" в других словарях:

  • σποριάζω — σποριάζω, σπόριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σποριάζω — Ν [σπόρος] 1. (για φυτά) βγάζω σπόρους 2. (για ορισμένους καρπούς) σχηματίζω σπόρους και είμαι ακατάλληλος για φάγωμα …   Dictionary of Greek

  • σποριάζω — σπόριασα, σποριασμένος 1. βγάζω σπόρους. 2. μεγαλώνουν οι σπόροι μου κι έτσι γίνομαι ακατάλληλος για φάγωμα: Σπόριασαν τα αγγούρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσποριάζω — 1. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από έναν καρπό 2. (για καρπό) σχηματίζω σπόρους, σποριάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσποριασμένος, η, ο α) (για καρπούς) αυτός που έχει σχηματίσει σπόρους β) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πέρασαν τα χρόνια του,… …   Dictionary of Greek

  • σπόριασμα — το, Ν [σποριάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σποριάζω, η ανάπτυξη σπόρων, η δημιουργία σπόρων 2. συνεκδ. το μέστωμα τών σπόρων ενός καρπού …   Dictionary of Greek

  • εκσπερματώ — ( όω) (AM ἐκσπερματῶ) νεοελλ. ως μέσ. τού εκσπερματίζω αρχ. 1. μεταβάλλω, μετατρέπω σε σπέρμα 2. μέσ. (για καρπούς) αποκτώ σπόρους, σποριάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεσποριάζω — ξεσπόριασα, ξεσποριασμένος 1. μτβ., βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια καρπού: Το κεράσι το ξεσποριάζουν για να το κάνουν γλυκό. 2. αμτβ., βγάζω, παράγω σπόρους, αλλ. σποριάζω: Ξεσπόριασαν τα μαρούλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»